- πεδόθεν
- Α(τοπ. επίρρ.)1. από τη γη, από το έδαφος και προς τα πάνω («πεδόθεν δ' ἐτινάσσετο μακρὸς Ὄλυμπος», Ησίοδ.)2. από τον βυθό3. από την αρχή4. μτφ. από το βάθος τής καρδιάς («οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσὶν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μυχό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.